- συνεδρευόμενα
- συνεδρεύωsit in councilpres part mp neut nom/voc/acc plσυνεδρεύωsit in councilpres part mp neut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνεδρεύω — ΝΑ [σύνεδρος] 1. παίρνω μέρος σε συνεδρίαση, συνεδριάζω 2. συνδιασκέπτομαι, συσκέπτομαι αρχ. 1. στήνω ενέδρα, ενεδρεύω 2. (για στρατεύματα) περικλείω 3. μτφ. α) ιατρ. (για σύμπτωμα) συνυπάρχω, συνοδεύω («σημεῑα συνεδρεύει τῷ ἀνευρύσματι ὄγκος»,… … Dictionary of Greek